περιηγητικος

περιηγητικος
    περιηγητικός
    περι-ηγητικός
    3
    1) служащий путеводителем
    

(βιβλία Plut.)

    2) свойственный проводникам, т.е. традиционный
    

(ἥ κοινέ καὴ περιηγητικέ δόξα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιηγητικος" в других словарях:

  • περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… …   Dictionary of Greek

  • περιηγητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον περιηγητή ή την περιήγηση: Περιηγητικές εντυπώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιηγητικῶν — περιηγητικός of fem gen pl περιηγητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικόν — περιηγητικός of masc acc sg περιηγητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικῆς — περιηγητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικήν — περιηγητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικῶς — περιηγητικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικῷ — περιηγητικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»