- περιηγητικος
- περιηγητικόςπερι-ηγητικός31) служащий путеводителем
(βιβλία Plut.)
2) свойственный проводникам, т.е. традиционный(ἥ κοινέ καὴ περιηγητικέ δόξα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βιβλία Plut.)
(ἥ κοινέ καὴ περιηγητικέ δόξα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… … Dictionary of Greek
περιηγητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον περιηγητή ή την περιήγηση: Περιηγητικές εντυπώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιηγητικῶν — περιηγητικός of fem gen pl περιηγητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικόν — περιηγητικός of masc acc sg περιηγητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικῆς — περιηγητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικήν — περιηγητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικῶς — περιηγητικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικῷ — περιηγητικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)